βιώνω

βιώνω
[вионо] ρ жить, переживать.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βιώνω" в других словарях:

  • βιώνω — βιώνω, βίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιώνω — ζω κάτι ως βίωμα, έχω μια ειδική εμπειρία …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • συμβιώνω — συμβιῶ, όω, ΝΜΑ (για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ. γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῡν», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για συζύγους) συζώ 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»